Μεσοστρατίς της εικοστής φθινοπωρινής μέρας...
Η ίδια η φύση, ολάκερη η Κρήτη, μιλά θαρρείς με στίχους από ένα αθέατο ημερολόγιο του Σεπτέμβρη. Αληθινή ακατέργαστη ομορφιά.
Τούτη την ομορφιά που χύνεται λαίμαργα, σα φως που σπρώχνει τρυφερά τα σκοτάδια και λαμπυρίζει ασφαλές, θα ΄θελα να ΄χα τις νύχτες της αγρύπνιας. Να λειαίνω τις γωνίες τους, να στρογγυλεύω σχήματα, να τις γλυκαίνω.
Να καθαρίζω τον ορίζοντα σα βλέπω τους ανθρώπους που κοιμούνται.
Να κάθομαι μετά και να διαβάζω τα όνειρά τους, που τη μέρα τα κρύβουνε κι απ' αυτούς τους ίδιους, γιατί τα φοβούνται.
Φίλος με δυνατή ψυχή, μου'πε να το προσέξω. Το είδα, ναι.
Tο 'ξερες πως οι άνθρωποι φοβούνται τα όνειρά τους; Ξέρεις πως για τούτο θέλουν και τα ξεχνάνε;
Τους γυρίζουν την πλάτη, κλείνουν τ' αυτιά, θέλουνε να τ' αποφεύγουν.
Είναι οι αλήθειες τους, βλέπεις. Eίναι εκείνο που κάλλιο να μη ξέρουν, ν' αγνοούν, να λησμονούν, γιατί τους φορτώνει ευθύνες απέναντι στους εαυτούς τους. Κάτι σαν το φάντασμα του εαυτού τους, ναι, αυτό...
Μάλιστα, επειδή είναι δικό τους, τους τρομάζει πιότερο κι απ' τα στοιχειά που τριγυρνάνε.
Tο φοβούνται το γνώθι σ' αυτόν όπως φοβούνται και τη μοναξιά -στον θρίαμβο και στην σκιά της- και τη ζωή γυμνή.
Χώνονται μες στα πλήθη και χάνονται.
Βλέπεις, οι άλλοι σε βοηθάνε να ξεφεύγεις από τον εαυτό σου γιατί πιστεύουνε ότι στ' αλήθεια, είσαι αυτό που δείχνεις.
Κι ο κύκλος δεν έχει τελειωμό. Και τα όνειρα, αναπαμό.
«Κι η μητέρα φορούσε πάντα φαρδιά φορέματα, για να σκεπάζει ίσως κι εκείνον που δεν γίναμε», πικροθυμίζει ο Τάσος Λειβαδίτης.
Τι να σου κάνω, που και τα στενά είναι έξω από τη μόδα μαθαίνω.
Εκτός εποχής...
Έτσι λοιπόν. Τάχα μου ερωτεύονται, πορεύονται, παντρεύονται, γεννάνε.
Το κρυφτούλι το κάνουν κώδικα ζωής, νόμους της κοινωνίας, το βαφτίζουν ακόμα και ηθική. Κυρίως αυτό.
Όσο για κείνον που θα ξεφύγει, τον «αφελή περιηγητή του αιώνος»*;
Oι νέοι Aλεξανδρείς θα τον χλευάσουν, θα τον αφορίσουν και θα τον έχουν έκπτωτο απ' το μαντρί. Κι εκείνος θα περιφέρεται άπολις, γυρεύοντας μια χούφτα ομορφιά να χώσει στις τσέπες να ΄χει να λογαριάζει τη ζωή για ζεστασιά.
Να γιατί όλο μιλάνε για κείνα που τους προσδιορίζουν
κι όχι για κείνα που τους ορίζουν.
Παντού, στέλνουνε το ΑΦΜ τους. Ακόμα και με τα μάτια.
Δες! Καταθέτουν την κάρτα -χρεωστική, πιστωτική- του "θέλω". Εκείνου ακριβώς που πρέπει να εξαργυρώνεται, με την τρέχουσα αντίληψη, με ανταλλάγματα επιτόπια.
Η χρεωστική: «Ωραίος γκόμενος, Καίτη μου, είναι αξιέραστος, δε λέω»...
Και η πιστωτική: «Να πάρουμε ένα σπίτι στη Β. Εύβοια, μπαλκόνι στο αιγαίο, να τρέχουν τα σκυλιά στο γκρεμό όταν θα μεγαλώσουν τα παιδιά»...
Καταθέτουν ακόμα και την επιθυμία. Και μετά μου λες, για ποιό λόγο μυρίζουν άσχημα, κι ας μην είναι κάτω από το χώμα.
«Σελτζούκοι ροπαλοφόροι καραδοκούν, Χαγάνοι ορνεοκέφαλοι βυσσοδομούν, σκυλόκοιτες και νεκρόσιτοι κι ερεβομανείς κοπροκρατούν το μέλλον»*.
Το 'πεν κι ο Ποιητής. Αν καλοκοιτάξεις, τέτοιους θα δεις. Όχι στης εξουσίας το χρυσοποίκιλτο ανάκλιντρο, όχι! Στο πλήθος, ολόγυρα.
Μα έλα, ντε! Βγάλε τα γυαλιά...
*από το «Άξιον Εστί», του Οδυσσέα Ελύτη.
Και ο τίτλος.
Οι άνθρωποι, πιο πολύ απ'όλους φοβούνται τα όνειρά τους. Το ήξερα. Γι'αυτό κι έχω θάψει τα δικά μου.
Όσο για το πλήθος δεν είμαι σίγουρος ότι ξέρουν τι τους ορίζει...Και αναρωτιέμαι αν θα τους ενδιεφερε. Όπως και να χει είναι καλή κρυψώνα για μας.