Είναι φορές που διαπιστώνεις -πικρά, είναι η αλήθεια-, το λιγοστό, το ελάχιστο που γνωρίζεις από ανθρώπους δικούς σου, κοντινούς.
Που σμίγετε τα βήματα, που τσουγκρίζετε ποτήρια, που δένετε κουβάρι τους στεναγμούς και τις αλήθειες σας. Κι όμως. Έρχεται μια απρόσμενη στιγμή, απ' τα ουράνια μάλλον, που τραβάει τη κλωστή μιας αλλιώτικης εξομολόγησης. Απλής, καθημερινής. Για τούτο μάλλον δεν ειπώθηκε ποτέ. Γιατί φάνταζε ο χρόνος περίσσιος για χάρη της.
Παρέα έξω-καρδιά που λέμε. Μαζί μας κι ένας ξενομπάτης, κατά πως λένε οι γέροι Κρητικοί. Μέτοικος. Εραστής του τόπου, άρα, μελίσσι οι ερωτήσεις. Προς έναν φίλο κυρίως, που άνοιξε διάπλατα φυλλοκάρδια.
Σαν να μην ήταν γνώριμος, τον άκουγα να λέει πως γεννήθηκε κάπου στα νότια του Ψηλορείτη.
Κι από μικρός έμαθε να μετράει τα άστρα (πάντα όμως, ακόμα και σήμερα, στο μέτρημα αποκοιμιέται)...
Πρόλαβε να νοιώσει την μυρωδιά που έχει το άχυρο στο αλώνισμα
-ο τυχερός-!
Το ρίγος του παιδικού κορμιού από τον φόβο του αγροφύλακα για τα κλεμμένα φρούτα. Επτά χρόνων πιτσιρικάς, ξεπροβάλλοντας από μια στροφή στα Αστερούσια όρη, πρωτοείδε την θάλασσα στο βάθος...
Το πρώτο του τσιγάρο, Sante άφιλτρο, τον βάφτισε άντρα.
Στάθηκε η παρέα σ' αυτό, λογάριασε κυνηγητά και μυστικές κρυψώνες, διηγήθηκε πολλά. Κι εγώ, δυό χρόνια "καθαρή", ζούληξα τη ψυχή να μη παραπονιέται. Να μη γυρέψει μήτε τ' άρωμα.
Ναι. Να μείνει στεγνωμμένη.
Ο φίλος βοηθούσε.
Περιπλανώμενοι, όλοι μας, στο δρόμο των χειλιών του.
Νιότη άγουρη! Τότε που ο κόσμος όλος γίνεται ένα τεράστιο πολύχρωμο μπαλόνι.
Που το πετάς ψηλά κι ύστερα ανοίγεις την αγκαλιά σου και το πιάνεις.
Όλο δικό σου όλος ο κόσμος δικός σου.
Κι έπειτα, τα μετέωρα βήματα της εφηβείας.
Τότε που τα κύματα σε οδηγούν εκεί που θέλουν να σε ξεβράσουν.
Και συ απλά αφήνεσαι στην κίνηση τους.
Σαν τα άδεια κοχύλια που στα πιο τυχερά οι καλές γοργόνες κρύβουν την ψυχή τους και το τραγούδι τους.
Μιλούσαμε για τα χρόνια εκείνα που φτύνεις στερεότυπα και κλωτσάς περιφράξεις.
Τότε που σοκάρεις αγκυλωμένες ηθικές. Τότε που προκαλείς τ΄ απολιθώματα που σου το παίζουν καθοδηγητές. Τότε που αγνοείς τους πληροφοριοδότες της σιγουριάς. Τότε που εξερευνάς βουνοκορφές για να βρεις ένα ηφαίστειο, μόνο και μόνο, για ν΄ ανάψεις απ΄ την λάβα του το τσιγάρο σου. Ναι, το Sante σου...
Έτρεχε ο λόγος για τους καιρούς εκείνους που ανεμόμυλοι λυμαίνονταν την ψυχή μας.
Που μαλώναμε για την μοιρασιά των άστρων. Που ζούσαμε σαν νομάδες. Που δεν βλέπαμε καθαρά το τοπίο που επιθυμούσαμε να ριζώσει η ψυχή. Ξέραμε όμως ότι υπάρχει. Σαν ένα όνειρο μιας ακαθόριστης επιστροφής.
Σκοτείνιασε ο φίλος μιλώντας για την στιγμή που κατάλαβε ότι κάποιοι τον παγίδεψαν (ίσως και ο ίδιος του ο εαυτός). Για την στιγμή που έκλαψε για το πόσο οι άνθρωποι γίνονται κλέφτες, όταν διεκδικούν κομμάτια απ΄ την ψυχή σου. Ψεύτες, όταν σου ζητάνε πίσω πράγματα που δεν σου έδωσαν ποτέ. Ηλίθιοι, όταν νομίζουν πως δεν διακρίνεις το φίδι που είναι κρυμμένο μέσα στα λουλούδια που σου προσφέρουν...
Πόση λύτρωση όταν βγήκανε λέξεις για την ομορφιά της στιγμής που νοιώθεις ότι «τα καλύτερα έρχονται».
Για την αίσθηση της ελευθερίας που σου προσφέρει η γνώση. Για την χαρά της διαπίστωσης ότι η ψυχή σου μεγάλωσε και χωράει πολλά.
Και τότε, αρχίζεις να σκάβεις με τα νύχια σου τα βράχια της ζωής. Δραπετεύεις απ΄ τον φεγγίτη της οδύνης για να φιλήσεις στο στόμα τη χαρά. Όταν βρεθείς μέσα στα ερείπια διώχνεις ευγενικά και με χαμόγελο τους διασώστες. Βρίσκεις τυχαία στα αζήτητα τα στολίδια της ψυχής σου.
Και τότε! Αρχίζουν τα μεγάλα ταξίδια στις πλάτες του αέρα...
Ίσια κατά το φως του ήλιου.
Και σ΄ αυτό το ταξίδι σου -τελικά, ναι- αντιλαμβάνεσαι ότι:
(Τα λόγια εντός εισαγωγικών είναι της Αλκυόνης Παπαδάκη. Η φωτογραφία, από το Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο.)
αααααααααααα καπετάνισσαααααααααα.
sante μαλακό κάνω και η ταμπακιέρα μου (δώρο του αγαπημένου knight night) έχει αυτή την κοπέλα.
αχ ανάβω ένα να τώρα δα. να το πιούμε μαζί.