Είναι όμορφοι οι χειμώνες στη κρητική γη, κυρίως σ’ αυτές τις κοινότητες τις μικρές, με τους ανθρώπους τους απέριττους, τους ακατέργαστους πες, που δίχως σκέψη δεύτερη, παρατούν το κλειδί στην εξώπορτα• ποιος νους περαστικός θα κακοβάλει... Κι η ανταπόκριση σ’ ένα «έλα» τους είναι άμεση, είναι απλή, ατόφια κι αυτή, χύμα.
Μη νοιαστείς, όπως είσαι, όχι, να μη κρατάς πράμα, με χέρια αδειανά έλα, η γεμάτη καρδιά ειν’ το ζητούμενο. Και το πρόσφορο. Άντε λοιπόν, δίπλα είμαστε, ένα τραγούδι δρόμος.
Απομεσήμερο στο κηπούλι του Καλιού, προς το Λασίθι. Οι αισθήσεις σε γιορτή. Τούτο δω είναι ένα ταβερνάκι που, η θέα του και μόνο φλερτάρει πονηρά με τον ουρανίσκο σου, σε τραβάει με νάζι να καλοκαθίσεις πλάι στο τζάκι, ν’ αφεθείς σε μυρουδιές, σε γεύσεις και σε χρώματα. Κρασί γλυκόπιοτο, ρακή δυναμίτης και σάλτσες λασιθιώτισσας νοικοκυράς να σ’ αποτρελαίνουνε.
Κι έπειτα καφές ραχάτικος σε σπίτι φιλικό χωρίς τρεχαλητά και ρολόγια αγχωμένα.
Σπουδαία η χαρά της συντροφιάς και μεγάλη υπόθεση αυτό το ευλογημένο «τίποτα» που ’ρχεται και σε τυλίγει όταν δεν έχεις πρέπει και σημειωμένες ατζέντες μπροστά.
Τι έχεις να κάνεις σήμερα;
Τίποτα!
Έτσι ασθμαίνοντας όπως πορεύονται οι ζωές μας -σέρνονται μου ’ρχεται να πω μα το ψευτοκαταπίνω-, συλλογιέμαι πόσο μοναδικός, πόσο πολύτιμος, μυριάκριβος πες, μας έχει γίνει ο ελεύθερος χρόνος. Κοινοτοπία η έλλειψή του, ο στραγγαλισμός του, η στενοκοπιά του. Κουβέντα καθημερινή. Κι από την άλλη: Σαν την έχουμε στη χούφτα μας μέσα την ελευθερία του –του χρόνου λέω-, τη γευόμαστε; Χανόμαστε στην ηδονική της γλύκα έτσι με ένα άχτι αγριεμένο και με ξετσιπωσιά;
Μπας και δεν την αντέχουμε τη θρασύτητα ενός ελεύθερου απογεύματος;
Εκεί λοιπόν, στην έμορφη και ξελογιάστρα φύση, παρατηρούσα έναν ευτραφή μουστακαλή μες σε αυλή καλοφροντισμένου εξοχικού να πριονίζει έναν ευκάλυπτο. Το δέντρο στεκόταν λεβέντικα με τον υπόλευκο κορμό του και τα λαμπερά του φύλλα. Ήταν τόση η μανία με την οποία κουτσούρευε το εφηβικό –μάλλον- κορμί του ευκάλυπτου, που, η σκέψη μου άρχισε να φέρνει γρήγορες βόλτες.
Πώς να κουλαντρίσει ο έρμος την αναπάντεχη ελευθερία του χρόνου του… Πώς να παλέψει με την ευεργετική σιωπή της εξοχής που, λες κι ακούγεται πιο φασιαριόζικη κι απ’ την κίνηση της πόλης!
Δύσκολο πράγμα να μην είσαι αναγκασμένος να κάνεις κάτι. Η απέξω ηρεμία σηκώνει τρικυμία εντός, αναταράσσει το μυαλό, σε προκαλεί αυτόν τον «άδειο» χρόνο, σώνει και καλά, να τον γεμίσεις… Έτσι λοιπόν και τούτος εδώ ο σύγχρονος άνθρωπος, ο «ταλαίπωρος της εποχής», διαπίστωσε με τρόμο μες στο χλωμό απόγευμα πως δεν είχε τίποτα παραπάνω να κάνει παρά να απολαύσει την γύρω πρασινάδα και την ευλογημένη σιγαλιά.
Πανικός! Γίνεται να μην έχεις τον έλεγχο του εαυτού σου και των πραγμάτων; Γίνεται έτσι απλά, να αφεθείς;
Πρώτη ζαλάδα το αγέρωχο δέντρο που με αναίδεια παρέμενε γερό χαρίζοντας σκιά ευεργετική και ταξιδιάρικο θρόισμα με τα φύλλα. Γρήγορα στην σκονισμένη αποθήκη, το ηλεκτρικό πριόνι εδώ, μπροστά, ορίστε, να εξοικονομήσουμε και ξύλα για το τζάκι, ας ριχτούμε στη δουλειά.
Προτού σκοτεινιάσει, ο σκοτεινός μουστακαλής είχε πριονίσει το άτυχο δέντρο, το σακάτεψε για την ακρίβεια, αφήνοντας ένα κομμάτι από τον κορμό, φολκλόρ ντεκόρ για το σπίτι, κάτι σαν σκαμπό ή τραπεζάκι, κατά τις ανάγκες…
Υποθέτω πως μετά, πατώντας με σιγουριά στα πόδια του, ασφαλής και ικανοποιημένος με τον εαυτό του θα μπήκε μέσα να ρουφήξει το διεγερτικό καφεδάκι του. Βαρύ γλυκό. Όπως πρέπει στους ντελικανήδες.
Κι ένιωσα που λες μια μελαγχολία με νύχια άγρια να με γδέρνει λέγοντας πως τούτος εδώ, ο άνθρωπος της πόλης, αυτό που έκανε στο δέντρο το κάνει στη γυναίκα και στα παιδιά του. Στον εαυτό του. Στη ζωή του. Στο χρόνο του. Στο μυριάκριβο χρόνο του.
Κι έπειτα άκουσα για τον Αθηναίο Δήμαρχο που πριόνισε με τα συνεργεία του μια χούφτα πράσινο που ’χε καλοριζώσει εδώ και χρόνια –παρκάκι από τα λιγοστά στη μυαλοπλάνα πρωτεύουσα-, γιατί έτσι έπρεπε• δηλαδή, γιατί έτσι ορίζανε τα λεφτά. ‘Πα να ‘πει, για να ’χουν τσιμεντένια στέγη τα αυτοκίνητα των περιοίκων. Κι ήταν προτιμότερο αυτό. Είπαμε, και πιο συμφέρον. Κι ας αντιδρά θυμωμένα η γειτονιά για το μεγάλο της σπιτικό όπου δεν κάνει κουμάντο.
Και λέω λοιπόν πως και στην περίπτωση αυτή, κάτι λειψό μένει.
Πάλι ζωές πριονίζονται. Αισθητικές, τρόποι, πρακτικές.
Γιατί, μια βόλτα σ’ ένα αλσύλιο, θέλει τόσο δα χρόνο ελεύθερο. Και χαλαρή καρδιά. Κι αφημένα, χλωρά μάτια. Κι ίσως και δυό κορμιά πιασμένα χέρι-χέρι. Ή ένα κουρασμένο βήμα που λυτρώνεται σε παγκάκι ξεφτισμένο.
Μα όλα τούτα, είναι παραπανίσιες ρομαντζάδες. Γραφικότητες.
Βλέπεις, τα άδεια τοπία και οι ανοιχτάδες θέλουνε γέμισμα. Μπούκωμα.
Ντύσιμο παραλλαγής στις κούφιες, μίζερες ζωές που μας ζώνουν.
Οι φωτογραφίες, στιγμές της παρέας.
Με το πριόνι στο χέρι,
όλοι μας,
καθημερινά σε τούτη την τσιμεντούπολη,
να καταστρέφουμε χρόνο,
αισθήματα,
ελευθερία,
γνώση,
φιλίες,
λόγους γλυκούς, μεθυσμένους,
να διαβαίνουμε ωσάν τυφλοί, χώμα κοιτάζοντας κι όχι ουρανό.
Διάβασα την ανάρτησή σου.
Θαρρώ έπεσε απ' τα χέρια μου το μικρό πριόνι που κράδαινα απειλητικά...