Ως πότε θα κρατιέμαι απ' τις αμμουδιές, τις πέτρες και τα χώματα γυρεύοντας να βρω το τέρμα τ' ουρανού. Το πέρα-πέρα. Το χείλος του. Το ξέφτι. Το "φτάνει" του. Αχ, για δες πως σπαρταρά η σκέψη στα ανήξερα! Και... κοίτα τώρα μια λαχτάρα στη ματιά να ξαστερώσει και να σαλέψει μπρος στην άκρια της γης. Κείνης που μας σκεπάζει. Να πέσει με φόρα κάποτε στην ούγια την ατσαλάκωτη, αυτού του γαλάζιου σεντονιού. Με πείσμα γερά τεντωμένο, θωρώ το ν' ανεμίζει πάνω απ' τη ψυχή μου αλλάζοντας τις φορεσιές κατά τα κέφια του, ορίζοντας -συνάμα- τα δικά μου...
Το συλλογιζόμουνα χθες που πικροσάρκαζα πως οι πατρίδες είναι ψέμματα κι οι χώρες για τα γέλια. Κι η άκρη τ' ουρανού κάπου θα σμίγει με το χώμα, δε γίνεται. Το φως με τη ρίζα. Το 'λεγα σε δεκαεξάρικα, μπρος σε μια τέτοια πόρτα κρητικού σπιτιού. Χωριάτικου.
"Ίδιος, σαν ουρανός, σοφά μιλάς", είπα για ν' ακουμπήσω. Και μπορεί έτσι να'ναι. Διάβηκα το κατώφλι το μαγικό και... -θεοί και άγγελοι μαζί!- νοστάλγησα την Κούβα.
Σ΄αυτήν την αυλή που καμώθηκε λες για να ζηλεύουν ζωγραφιές, μέτρησα πόσους τόπους κουβαλώ εντός μου. Και πόσους σέρνω με τα πέλματα. Απίστευτος ο κόσμος. Γύρω, πέρα, μέσα. Ορκίζομαι, δεν έχω δει τίποτα κι ας λεν άλλα τα μάτια να παρηγοριούνται. Είμαι στο στέριωμα της ψυχής μου, στην Κρήτη μου κι έχω την Κούβα στο μυαλό. Κι εκεί, στα κρητικά κολυμπούσε η λαλιά. Μαντινάδες μοίραζα στους Κουβανούς, σας δίνω το λόγο μου.
Σε χίλιους τόπους σπαρταράει η ζωή: στον εξής ένα που λες. Εκεί που αγαπάει.
Αφήνοντας έτσι ανάκατα εντός μου τ' αγγίγματα και τις πνοές, τις γεύσεις και τ' ανθίσματα να μπλέκονται, να κουτρουβαλούν, ν' αρπάζουν τις αισθήσεις μου και να με μεθάνε -ακόμα, ναι-, πετιέμαι μεταξύ 34ου και 32ου βόρρειου παράλληλου. Λίγο πριν καβαλήσω τον Ατλαντικό και να' μαι, σιγομουρμουρίζω Καββαδία: "...γύρισες και μου'πες πως το Μάρτη, σ' άλλους παραλλήλους θα'χεις μπει..." Ταχύτητα 920 km/h, θερμοκρασία έξω -57 βαθμοί C, βλέπω στις σημειώσεις μου. Αιθέρες. Ξεπλένει τη σκέψη το "μακριά", την αναγεννά. Λες; Λέω. Παρακάτω. Τα δύσκολα άλλη ώρα.
Πτήση θαυμάσια στο "πήγαινε". Και λίγα λεπτά πριν από την προσγείωση στο JFK, η παραπάνω εικόνα. Η θάλασσα και τα σωθικά της. Ο πάτος στην επιφάνεια; Παιχνίδισμα της άμμου και του υγρού; Όμορφο να το βλέπεις από ψηλά και να σε καλωσορίζει στην Νέα Υόρκη.
Το Μαϊάμι των φίλων, οι γωνιές της αλητείας παραπέρα. Αγκαλιάσματα υποδοχής, ω, είναι όλα όπως τα ΄ξερα, νέα πες, να΄χω να φρεσκάρω τις μνήμες, να ριχτώ σε άλλους καιρούς, σε λαίμαργα χαμόγελα, σε κλίματα ζεστά, σε λόγια που πέφτουν αχόρταγα απ τα χείλη. Κι έπειτα, ν΄ανοίξω βλέμμα στις Μπαχάμες τις τροπικές και ξωτικές, γεφύρωμα για τη χώρα που'χουν οι αμερικάνοι σε τιμωρία, "να κακό παιδί για να μάθεις", σκούζουνε οι πολύξεροι αφέντηδες της γης. Τυρκουάζ καλοκαιριού στις Μπαχάμες, στα νερά τ' αστραφτερά, τα ζηλευτά, πρόκληση θεών με τις ηλιαχτίδες να ξεγυμνώνονται ηδυπαθώς, που θα΄λεγε κι εκείνος που δεν έχει αντικρύσει ποτέ του το Αιγαίο... Οι πρώτες ματιές στην Κούβα σκαρφαλώναν πρόσωπα. Και κτίσματα. Ν' αρπάξουνε το χρόνο, να ρουφήξουν γνώση, ν' απαντηθεί το γιατί. Σαστισμένο μυαλό -άκυρα τα διαβάσματα- και βουβαμάρα μπρος στη φτώχεια. Θες η συγγένεια στον τρόπο και στην άποψη, θες η επαναστατικότητα μιας εφηβείας που αγκάλιαζε τον Τσε και υψωνόταν στην ιδέα, θες η ώριμη -πλέον- αντίληψη ότι η πράξη πορεύεται αλλιώς, όλα τούτα, φέραν αμηχανία.
Πρωτογενή κοιτάγματα (τα πιο αυθεντικά λένε) πάνω στα κτίρια με την αποικιακή αρχιτεκτονική, θαυμάσια και θαυμαστά, ίδια έργα τέχνης, στέκουν σαν ξεπεσμένες αριστοκράτισσες, γόησσες σωστές, αλλά, κουρελιασμένες. Μια αλλιώτικη ευημερία μαρτυρά η παρουσία τους, μεγαλοπρέπεια καιρών αλλοτινών που η Αβάνα ζούσε μέρες δόξης και άνθησης ζηλευτής στις τέχνες, στη σκέψη, στην κουλτούρα. Η παρακμιακή ατμόσφαιρα των ξεθωριασμένων χρωμάτων, των ξεφλουδισμένων τοίχων και του μαρασμού, γεννά μια πρώτη πίκρα.
"Έτσι ζουν οι άνθρωποι, φτωχικά. Για πόρτες μες στα σπίτια τους έχουν χαρτόκουτες, το εσωτερικό των σπιτιών τόσο παλιό κι αφρόντιστο, θυμίζει εγκατάλειψη", μας πληροφορεί ο Μικέλ, Μεξικάνος, επισκέπτης κι αυτός, από τους πρώτους ανθρώπους που γνωρίσαμε. Μπήκαμε στα σπίτια τους αργότερα. Σταθήκαμε κάτω από τις ερειπωμένες προσόψεις και τα μπαλκόνια με τα περίτεχνα καμωμένα κάγκελα από σφυρήλατο σίδερο και διαβήκαμε το κατώφλι. Η καθαρότητα, στα πρόσωπα και στα πράγματα, όπως σου δίνεται για να τη σεβαστείς.
Λαός, με καρδιοχτύπι μεσογειακό. Να σου ανοίξει τα πορτοπαράθυρα, διάπλατη κι η ψυχή, πέρα από μιζέριες και χαμηλώματα που μάλλον ο περίσσιος πλούτος τα καλοξέρει παρά η πεντακάθαρη φτώχεια. Ούτε ντροπές, ούτε κατηφοριές στην συμπεριφορά. Αυτά έχουμε, με τη καρδιά μας τα δείχνουμε, πως να γίνει. Σπουδαίο, ε; Να μην αποφεύγουν την έκθεση του "λίγου" τους, μα με την συμπεριφορά τους, να το μετατρέπουν σε πολύ. Να φυσά η αύρα τα ρούχα, μπουγάδα καθημερινή, λιάζονται και τα έξω όμοια με τα μέσα, πως αλλιώς!
Να σε κερνούν καφέ -στα κόκκινα η ενέργεια- σ' εκείνα τα στενά δρομάκια τους που γίνηκαν έτσι για να'χει πάντα σκιά, για δες! Κι έπειτα να βρίσκονται μ' ένα σάλτο σε κείνα τα παμπάλαια λεωφορεία, απομεινάρια καιρών που οι δυτικοί, καμώνονται πως δε γνώρισαν ποτέ.
Κι ο έρωτας, θριαμβευτής κι αφέντης μέγας, στους ίδιους δρόμους, μες στη λασπουριά και τα φλούδια απ' τους σοβάδες. Να λάμπει μες στ' απόνερα. Έρωτας που λαμποκοπά. Σε κοιτάγματα κι ακραγγίγματα. Ατμόσφαιρα να οσμίζεσαι και να κρυφογελάς σαν κοπελλούδι. Μάτια να σε ψαχουλεύουν, χαμόγελα, λαχτάρες, πεθυμιές, αναπνοές στη σάρκα σου να νιώθεις.
Τι 'ν' τούτο... Ζωή το λένε, εεε!!! Παντού ζευγάρια σ΄αγκαλιές, φιλιά να τρέχουνε κι η αστυνομία -πανταχού παρούσα, όντως- σα χάδι λες κι αυτή, τόσο παιχνιδιάρα!
Αλήθειες σε τούτη τη στιγμή που κάθησε στο χρόνο, χαρακτηριστικές. Ο έρωτας στη ζέστα του, δοσμένος, χυμμένος στον αγέρα, γαντζωμένος στα δάχτυλα και παραδίπλα εξαθλίωση και μοναξιά. Ούτε πέσος που λες. Άραγε εξισορροπούνται οι πίκρες; Μ' ένα φιλί μπορεί και να'ρχεται η αρμονία, ναι. Για να ζυγίσεις τα πολύτιμα, για να κοιτάξεις κατάφατσα, με μάτια γυμνά τον ήλιο. Που υπάρχει. Κι αυτός ξεγυμνωμένος. Ολοτσίτσιδος. Για κάθε γωνιά της γης.
Τ' ουρανού δηλαδή. Π' άκρη δε θα'χει, λέω.
Αβάνα μου, Αβάνα μου, αν έφτανε ένα τραγούδι για να πω
πόσα σου έχει κλέψει ο χρόνος...
Carlos Varela, Habana me
Compay Segundo - Sigue el paso en la nochebuena
Eliades Ochoa - Con Dolor en el Alma
Ibrahim Ferrer - En que parte de Cuba nació el Son
Omara Portuondo - Agua cae del cielo
Rubén González - Prestame la bicicleta
Έχω ακούσει πολλές ιστορίες για αυτή τη γη που ξέχασε ο χρόνος. Μα άλλο να βλέπεις αυτό το χρονικό με τις φωτογραφίες του.
Υπέροχο να βρίσκεις χρώματα για τα επόμενα όνειρα σου!
Καλως ήρθες πίσω.