
Βρισκόμουν στην αμμουδιά χθες που σουρούπωνε, αυτήν την άγια ώρα που σμίγουν ουρανός και γη κι άνθρωποι. Οι σκέψεις, στο βυθό τους/της...
Για τα κύματα που μας οδηγούν εκεί που θέλουν να μας ξεβράσουν.
Να μας ξεβράσουν, η ανάλογα με την όρεξη τους, να μας καταπιούν.
Είναι να μη βρεθεί η ψυχή μας, άδειο κοχύλι, πεταμένο στο θυμό τους...
Κι έτσι απρόσμενα, έζησα στιγμές, μοναδικές σε χρώμα και ομορφιά.
Δίπλα μου, μια φιγούρα μες στα μαύρα, αποκαμωμένη, σκυφτή, να σέρνει βήμα και κορμί, να σέρνει τη ζωή της κι όλο το κόσμο μαζί, στάθηκε, πήρε θαρρείς κουράγιο απ' τη σπατάλη του μπλέ τριγύρω, έβγαλε βαθύ στεναγμό κι έκατσε κατάχαμα.
Καθώς λοιπόν καλοδεχόταν την πρώτη βαθιά αναπνοή του ταξιδεμένου θαλασσινού αγέρα, μια φωνούλα κελάηδησε δίπλα της:
«Γιαγιά, θέλεις ένα μπισκότο;»
Ήταν ένα αγοράκι, πανέξυπνο, παιχνιδιάρικο μούτρο, γύρω στα έξι.
«Όχι, ευχαριστώ», αποκρίθηκε η γιαγιά, υποπτευόμενη -προφανώς- ότι το πασαλειμμένο με άμμους τσαντάκι του θα περιείχε επίσης βατραχάκια και άλλους «θησαυρούς».
Το προσωπάκι του πιτσιρικά σκοτείνιασε από απογοήτευση.
«Τώρα που το ξανασκέφτομαι», είπε μετανοώντας η γιαγιά, «πολύ θα ήθελα ένα μπισκότο».
«Σ’ αρέσουν οι αχιβάδες;» Ρώτησε ο μικρός. «Έλα, θα σου βρω μερικές.»
Έχωσε το χεράκι του σ’ εκείνο της γιαγιάς και την οδήγησε στην αμμουδιά που χρύσιζε και γαλήνευε και σκορπούσε γλύκες.
Μεμιάς, ξεκρέμασε τον πορτοκαλί ήλιο η γιαγιά και τον φόρεσε στο πρόσωπο.
Κάνει μιά να σκύψει, μα ο μπόμπιρας την προλαβαίνει!
Κι αρχίζει να μαζεύει για το χατίρι της όλα τα θαλασσινά πολύτιμα… κοχύλια και χίλια δυο όμορφα και –στην ουσία- ακριβά…
Διέσχισαν λοιπόν την αμμουδιά με τον πιτσιρίκο να κάνει «ωωωω» και «αααα» κάθε λίγο και λιγάκι και με τη γιαγιά να χαίρεται μαζί του…
Απλές εικόνες, ε; Ναι, τόσο απλές.
Μυστηριακή η επαφή ανάμεσα σε ηλικίες τόσο αλλιώτικες μα καθόλου ξένες.
Πόσο καθαρή εικόνα τούτη δω...
Να μη κοιτώ μόνο, μα να βλέπω ότι όλοι μας, όσο γερνάμε, έχουμε την ανάγκη να αφουγκραζόμαστε τη στιγμή, τη ζωή, με την εμπιστοσύνη, τη γενναιοδωρία, την αθωότητα ενός παιδιού.
Για δες! Ποτέ δε γερνάμε συναισθηματικά. Τα σώματά μας αλλάζουν, αλλά δεν αλλάζουν οι συναισθηματικές μας ανάγκες.
Έπειτα ήρθαν στη σκέψη η global και ο kyriaz και τα γραφτά τους για τις απουσίες που βαραίνουν στη ψυχή και φτωχαίνουν τη ζωή μας.
Και σκέφτηκα πως αν ήταν εδώ, στης θάλασσας την άκρη, θα νιώθανε πως είχαν τους δικούς τους κοντά. Και θα ΄τανε γλυκά και ήρεμα.
Ακούγοντας το γέλιο και το τρεχαλητό του πιτσιρικά και, βλέποντας τις γεροντικές ρυτίδες που μερέψανε, ένιωσα τόσο καλά!
Καμάρι σκέτο η γιαγιά, για τη μακροζωία της αλλά και για την άγουρη τη νιότη που'χε πλάι.
Στολίδι και φυλαχτό!
Πετράδι σωστό κι η θύμηση της γιαγιάς μου, η οποία –τι ευλογημένη!- ουδέποτε θεώρησε ότι ήταν γριά. Κι όλο μουρμούριζε ψευτοενοχλημένη:
«Μα… πως κάνετε έτσι όλοι σας! Δεν είναι και τίποτα! Απλώς, έχω ζήσει περισσότερο από τον πολύ κόσμο»!
Βοηθάει πάντα το μπλε,το πολύ μπλε,να φιλιώνουν και να πλέκουν τα χέρια τους,το χτες,με το σήμερα ή καλύτερα με το αύριο...
Και πόση η πληρότητα του χτες,όταν βλέπει πως,όχι,δεν εξοστρακίζεται από μια κοινωνία,στηνοικοδόμηση της οποίας έχει συμβάλλει..
Λυκαυγές ΚΑΙ λυκόφως λοιπόν,αγκαλιασμένα!
Το θαύμα που δεν είναι αλλού,μα δίπλα μας!