«Οι μέρες όλο και μίκραιναν, το φως έφευγε γρήγορα, πιάνουνταν η καρδιά τ’ ανθρώπου κάθε απομεσήμερο. Ξαναγύριζε η αρχέγονη τρομάρα των προγόνων, που έβλεπαν τους χειμωνιάτικους μήνες τον ήλιο όλο κι ενωρίτερα να σβήνει. “Αύριο θα σβήσει πια ολότελα”, λόγιαζαν απελπισμένοι και ξαγρυπνούσαν όλη νύχτα απάνω στα ψηλώματα με αγωνία: Θα βγει, δε θα βγει; Κι έτρεμαν - ο Ζορμπάς τη ζούσε την αγωνία αυτή πιο βαθιά και πιο πρωτόγονα από μένα” (…)
Το πρωί ξυπνούσα εξαντλημένος και νικημένος κι άρχιζε πάλι ο πόλεμος. Κάποτε σήκωνα το κεφάλι• απομεσήμερο, έφευγε κυνηγημένο το φως, πλάκωνε απότομα το σκοτάδι. Μίκραιναν οι μέρες, ζύγωναν τα Χριστούγεννα, παρακολουθούσα το αιώνιο τούτο πάλεμα στον αγέρα, έλεγα: “Δεν είμαι μόνος• μια μεγάλη δύναμη, το φως, παλεύει μόνο, νικιέται, νικάει, δεν απελπίζομαι• θα νικήσω μαζί του”»
(Νίκου Καζαντζάκη, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά)
Φυλλομετρώ σελίδες αγαπημένες για μυρίσει αλλιώτικα τούτη η παράξενη κι αγριεμένη εποχή. Η μοναχική και ξένη εποχή. Παλεύω να φέρω βόλτα την αμφιθυμία μου – γέλια μέθης κι ευχολόγια στα ρεβεγιόν, νύχια ακονισμένα και βλέμματα κόκκινα στους δρόμους. Χριστούγεννα ξένα. Αυτό.
Σα κουβέντες που κοπήκανε στα ξαφνικά από λαλιά ακατανόητη.
Εικόνα με παράσιτα που τρεμοπαίζει.
«Δεν είμαι μόνος», λέει ο Καζαντζάκης, «θα νικήσω με το φως».
Συλλογίζομαι τούτο το φως, που ’χει ο Χειμώνας –«το μόνο μέλλον μας, Χειμώνας…»*- και τις επικλήσεις του. Να στραφεί, ν’ ανέβει, ν΄ ανοίξει. Παρακάλια ειδωλολατρικά μιας άλλης πρωταρχής, με λαμπαδοδρομίες, με φωτιές, με μαντέματα, με διονυσιακές τελετουργίες.
Το φως. Η σωτηρία, η ελπίδα, η γέννα. Το λυχναράκι, ο φανός θυέλλης, η φλογίτσα που σπινθηρίζει. Η άλλη ανάγνωση της φωτιάς, πέρα απ’ την καταστροφική της δράση. Η συμβολοποιημένη της θέαση, το σημαινόμενον, που θα λέγανε και κάποιοι στοχαστές.
Μια σπίθα, ν’ αρπάξεις λάμψη να κρατηθείς.
Δεν υπάρχει ο άνθρωπος χωρίς ελπίδα. Δεν υπάρχει.
Καλά. «Για να γυρίσει ο ήλιος, θέλει δουλειά πολλή»**, θα μου πεις. Ορθόν. Πολλή η δουλειά κυρίως όταν πρέπει να δουλέψεις για πολλούς κι όχι για τον έναν.
Κάθομαι μες στους 7 βαθμούς (!) που παγώνουν το αμάθητο σε κρύα Ηράκλειο και κοιτάζω τούτη τη χειμαζόμενη πόλη που μοιάζει να ξεχνιέται μες στην καταναλωτική κοκεταρία της… Τριγύρω, χρωματιστά λαμπιόνια του λούστρου και της τάχα μου γενναιοδωρίας, ανοικοκύρευτα κι ακαλαίσθητα σκορπισμένα.
Ξεπεσμένη αρχόντισσα που ‘βγαλε βόλτα τα προικιά να καμαρώσει.
Φθαρμένα, ασύνδετα, πλούσια, άδεια. Τα τριγύρω. Μπορεί και τα εντός.
Αλλά που ξέρεις; Επίκληση φωτός και τούτα τα κιτς λαμπιόνια, να σκίσουν τη νύχτα και την οδύνη, να μεταμορφωθούν σε αρχαία, λυτρωτική φωτιά.
«Δεν είμαι μόνος», λέει ο Καζαντζάκης, «θα νικήσω με το φως».
Εμείς κι οι μοναξιές μας, του αντιγυρίζω. Δαιμόνια και στοιχειά.
Που είναι κείνος ο οίνος ο βαθυκόκκινος της ζωής, της αγάπης, που απαλύνει τις άκριες της καρδιάς, που ζεσταίνει την ύπαρξή σου;
Που σε κάνει να υπάρχεις. Αυτό. Πρόσωπο αληθινό, υπαρκτό, σάρκα, αίμα και ψυχή μες στην απρόσωπη πόλη.
Χρονιάρες μέρες, λες και κυλούν ερήμην. Στην αναζήτηση του φωτός η ψυχή, στο έρεβος το κοινό μας σπίτι. Και δεν μιλώ μόνο για το πώς πορεύεται η πολιτική. Για διαδικασίες και για θεσμούς. Μιλώ για την κοινωνία.
Για το εμείς, για το πώς σχετιζόμαστε. Η κοινωνία πραγματώνεται χάρη στην επι-κοινωνία, γνωστό. Κι αυτό που βιώνουμε στους δρόμους όπου διασταυρώνονται βλέμματα και βήματα είναι αντι-κοινωνία.
Πρακτική αμετάβατη η επικοινωνία. «Επικοινωνώ για να επικοινωνήσω».
Συλλογικοί μονόλογοι και ματαιοδοξίες εν χορώ. Ρεζιλέματα.
Στέκομαι και κοιτάζω μια παρέα εφήβων. Άτσαλοι κι άγαρμποι μες στο αμάθητο σώμα τους. Στα μέλη τους αυτή η γλυκειά χαύνωση της εφηβείας. Στα μάτια τους ένα άγουρο πείσμα. Η ανάκατη αμηχανία της φύσης πριν από τη δυνατή βροχή.
Ένας τους, ίδιος Διγενής. Και Διόνυσος. Και Χριστός. Μια σαϊτιά το βλέμμα. Αγέρωχο, παράφορο• ίσως η ελπίδα μες στη χειμέρια ερημιά του μέσα κι έξω τόπου. Ίσως.
Η φθαρτή ωραιότητα. Η ασύστολη. Η εφηβεία. Ο έρωτας.
Αυτό δε πα ’να πει εφηβεία; Ο έρωτας ο μέγας.
Μια κακομοιριασμένη αντιερωτική εποχή. Αυτό είμαστε. Αυτό έχουμε.
Σμίγουμε μ΄ ανθρώπους για να τους προδώσουμε στη πρώτη στροφή, καμωνόμαστε πως αρθρώνουμε την αγάπη μα κοιτάζουμε τη βολή μας, λογαριάζουμε μια κοινή ζωή με ατέλειωτα ωράρια και «ανεξαρτησίες».
Ζευγάρι ανήμερα Χριστούγεννα μες στη παγιέτα και το μετάξι: Τραπέζι ένα, κορμιά αλύγιστα, βλέμματα αλλού ντ’ αλλού. Δίωρο στο μαγαζί, ούτε μια λέξη, στ’ ορκίζομαι. Αυτός οπτικό τουρ στα γύρω κορμιά, αυτή πήγαιν-έλα στην τουαλέτα να πουδραρίζεται.
Και πες μου τώρα: εδώ δεν υπάρχεις ούτε μέσα από την αγαπησιάρικη κοινωνία με το ταίρι, πώς να υπάρξεις μέσα σε μια αντι-κοινωνία που τη νιώθεις κοπίδι αιχμηρό σε ψυχή και σάρκα;
Ψυχορράγημα μιας συλλογιστικής. Μπορεί.
Μπορεί πάλι να είμαστε μακριά νυχτωμένοι.
Και το μόνο φωτεινό που υπάρχει μπροστά να είναι το ότι ο Χειμώνας αποτελεί προάγγελο της Άνοιξης.
Κι αυτός είναι ο μόνος, πραγματικός θρίαμβος αυτής της εποχής.
που θάλπει και στηρίζει και θερμαίνει,
γι’ αυτό και οι φωτογραφίες της μεγάλης ελπίδας από την Jacqueline Roberts
**Στίχος του Οδυσσέα Ελύτη
Τις πιο γλυκές ευχές από την επίσης παγωμένη Αθήνα, σου στέλνω, Καπετάνισσα μαστόρισσα του Λόγου.
Είθε τον επόμενο (πόσους 'επόμενους' έχουμε μετρήσει;) Χρόνο, να αφυπνιστεί η συνείδηση της Ανθρωπιάς μέσα μας - έτσι θα γίνουν όλα, ως δια μαγείας, ναι!
"Ευτυχές και στο χέρι μας το Νέον Έτος" (που λέει και ο Φ. Δεληβοριάς)
Λουλουδένια φιλιά!