Τριγυρίζω την πόλη, τσιμπώντας κινήσεις και οσμές, αδειάζοντας το μυαλό απ' τα περίσσια. Προσπαθώντας δηλαδή. Να ‘χει απλωσιά η άνοιξη, να αλητέψει όπως γουστάρει, να βρει κι εμένα μπόσικη να με γλυκοτυραννήσει. Κι έχω κι έναν πόνο για όλη αυτή τη βιασύνη που φαρμακώνει το «ωραίον» μου, όχι να πάρουμε τη λαμπάδα για το βαφτιστήρι, όχι να τακτοποιηθούν οι λογαριασμοί, άντε να είμαστε καθώς πρέπει και καθώς δεν θα θέλαμε. Κι έχω τριγύρω μια ανθοφορία οργιαστική, ένα μάτσο κρινάκια που με φλερτάρουν στο μπαλκόνι μου και πρασινάδες ασυγκράτητες σε κάτι θαυματοποιές γωνιές της πόλης. Εκεί να δοθείς! Με προστάζει η επιθυμία.
Βούβα για τις κακοτεχνίες στην άσφαλτο που με θυμώνουν, για τους εγωκεντρικούς οδηγούς και τα αγενή βλέμματα, σφαλισμένα αυτιά και μάτια σε ό,τι δηλητηριώδες. Σε ό,τι αντι-αναστάσιμο. Σε ό,τι αφ’ εαυτού νεκρό.
Βουτώ ψυχή στη κολυμπήθρα της χαρμολύπης που μας αναβαφτίζει μες σε πανσέδες και λεμονανθούς και λούζομαι αρώματα. Μυρωδιές. Μες στη μέθη ενός ανθόκηπου, περιφερειακά της πόλης• μες στη μέση ένα εκκλησάκι μια χαψιά. Μοναστήρι• πως έχουν τόση νιότη οι καλόγριες στα πρόσωπα; - για πες.
Έχασα την πίστη τη καθαρή, την πρόσφορη και δοτική, εδώ και χρόνια.
Πες η παιδούλα εντός που με τσιγκλά, πες οι παραευαισθησίες μας, ανάβω κερί στο εκκλησάκι. Μια τροφαντή μαμά εμπρός μου ακουμπά στο στασίδι και μουρμουρίζει υμνωδίες. Το κοριτσάκι της ανήσυχο. Πιάσου από το στασίδι, της λέει η μαμά. Ακούμπα να ξεκουραστείς. Όποτε κουράζεσαι να πιάνεσαι από το στασίδι.
Χαμογελώ. Κι εμείς που απαρνηθήκαμε το στασίδι της εκκλησιάς που’ χανε οι πριν από μας, διαλέξαμε λογής-λογής στασίδια στους δρόμους μας. Ν’ ακουμπάμε, να στηριζόμαστε, πότε-πότε να τα δένουμε στον καρπό και να τα σέρνουμε μαζί μας…
Εισπνέω ανθοβολιές κι αέρηδες μυρωμένους και μουρμουρίζω κι εγώ, άλλη υμνωδία, τους στίχους του Μίλτου Σαχτούρη, από την «Τρίτη του Πάσχα».
ανθρώπινους δέκτες
πριν από χρόνια
κι άλλα χρόνια,
και περιφέρονται το Πάσχα
αναζητώντας νέους πιστούς
του κάκου,
νέους αθώους μυκτήρες
σε μιαν Ελλάδα δίχως όσφρηση
άρα σε μια Ελλάδα δίχως πίστη.
Στεφανώνω τους στίχους με απριλιάτικα ανθάκια και τους στέλνω σε φίλους με την ευχή:
Να κρατηθούμε από μια πίστη που στιγμιαία αναβιώνει.
Μπροστά σε έναν Επιτάφιο.
Κοντά σ’ ένα κίτρινο κρινάκι, πασχαλινό.
Ματαιωμένοι, αλλά όχι παραιτημένοι.
Μες σ΄ έναν αλλιώτικο ανθώνα, εσωτερικό.
Κι έπειτα, μου θυμίζει φίλος καλός, ο Στέλιος, τον Πέρση ποιητή της αγάπης Τζελαλεντίν Ρουμί:
Βγαίνουμε στον κήπο να βρει η μηλιά τη ροδακινιά
να φέρουμε μηνύματα από το ρόδο στο γιασεμί.
Η άνοιξη είναι ο Χριστός
ανασταίνοντας από τα σάβανα φυτά μαρτυρημένα.
Τα στόματα ανοίγουν μ' ευγνωμοσύνη. Ψάχνουν να τα φιλήσεις.
Το φέγγος της τουλίπας και του ρόδου σημαίνει ότι μια λάμπα έχουν εντός.
Ενα φύλλο τρέμει. Εγώ τρέμω στην αέρινη ομορφιά σαν μετάξι του Τουρκεστάν.
Ο λογοκριτής ρίχνει λάδι στη φωτιά. Αυτός ο άνεμος είναι το Αγιο Πνεύμα.
Τα δέντρα είναι η Παρθένος.
Ραίνουν τους εραστές με νεφελόχρωμα μαργαριτάρια του Άντεν ως είναι το συνήθειο του γάμου.
Η ευωδιά του πουκάμισου του Ιωσήφ φτάνει στον Ιακώβ.
Εναν κόκκινο ιβίσκο γέλιου της Υεμένης ακούει στη Μέκκα ο Μωάμεθ.
Μιλάμε για το 'να και τ' άλλο. Δεν έχει ανάπαυση εκτός από τις στιγμές αυτές που απλώνουν τα κλαριά τους.
Νοστάλγησα μιαν έρημο να περπατήσω σε μιαν άδεια απεραντοσύνη
ειρήνη χωρίς καμιάν εξήγηση. Τρέχω τριγύρω, ψάχνω τον Φίλο.
Σχεδόν τέλειωσε η ζωή μου κι ακόμα κοιμάμαι.
Οταν συμβεί, αν μου συμβεί, και βρω τον Φίλο θα ξαναρθούν τα χρόνια τα χαμένα;
Πες μου τι αξίζει περισσότερο: κόσμος χιλιάδες ή η αυθεντική σου μοναξιά;
Κάτσε λιγάκι μόνος. Είναι το καλύτερο δώρο.
Η αγάπη μού άναψε φωτιά κι άφησα ότι δεν είναι αγάπη:
Ποίηση θέλω τώρα μόνον.
Πεινάς; Σκυλί θυμωμένο κακός χαρακτήρας. Έφαγες;
Τη μια σκυλί την άλλη πτώμα, έτσι πώς θες να παραβγείς με λιοντάρια
Αν είσαι του καιρού σου λόγιος τρανός την εξαφάνιση του χρόνου και του κόσμου
Όλα περνούν εκτός από το πρόσωπό Του.
Δε φοβάμαι την Πύρινη Ρομφαία, τις αλυσίδες τα δεσμά.
Καθώς καίγομαι έτσι γρήγορα δοκιμάζω και λίγο κόλαση.
Δε φαντάζεσαι πόσο λίγο με νοιάζει τι λένε για μας.
Δεν έχω άλλο να πω. Ανάσταση είναι ο άνθρωπος. Ανάσταση είναι ο κόσμος. Ο χριστιανός κι ο μη. Ο όποιος εαυτός. Τι και ποιος να αποδείξει και να μαρτυρήσει… Η Ανάσταση συμβαίνει. Κι η ψυχή, μέγας εξομολογητής και καταγραφέας, καλά το κατέχει.
Ευχές κόκκινες και ανθομυρωμένες.
Να ευχηθώ
Καλή Ανάσταση της Ελεύθερης Ζωής
Ανάταση Πόθων και Παθών
Και Θρίαμβο των Ακόρεστων Επιθυμιών
Καπετάνισσα με όλη μου την Αγάπη
Φιλιά