«Όταν θα είμαστε νέοι… Πες μου. Το λέμε ποτέ, το λέμε;»
«Αναζητάς τη νιότη ως προοπτική»;
Σκούντηξα τη Στέλλα και γέλασα με την αγωνία της. Κοίταξα γύρω τον τόπο. Τον ιερό. Γι’ Απόλλωνες και Διόνυσους έκατσε τούτη η γη στο πέλαγο. Το Λυβικό.
«Λέω πως η νιότη δεν υπάρχει ποτέ ως μέλλων χρόνος. Αυτό λέω. Θ’ ακούσεις να σχηματοποιείται ποτέ η νεότητα ως αύριο; Όχι. Η γέννηση μας καθιστά νέους, το προχώρημα της ζωής, ωραία, επιμένει σ΄ αυτό, μα ποτέ, ποτέ δεν βάζουμε τη νεότητα πλάι σ’ ένα ‘θα’. Η νοσταλγία, ναι, θα στρογγυλοκάτσει κάποια στιγμή. Είναι τότε που λέμε ‘όταν ήμασταν νέοι’…»
«Έστω. Αν υποθέσουμε ότι ο χρόνος είναι τ’ αφεντικό, όλα τα δίκια παίρνεις.
Τούτος εδώ ο τόπος όμως μου ξαναθυμίζει πως η αντιφεγγιά της νιότης δεν έχει να κάνει με το μέγεθος του χρόνου. Δες αυτούς τους κέδρους. Με πόσες θάλασσες μιλήσανε, πόσες λιακάδες και χιονιές ζήσανε. Πιο ζωντανό, πιο παλλόμενο πράγμα έχεις αγγίξει, πες. Πανάρχαιο, καλοριζωμένο, με πρώτη-πρώτη τη γέψη της ζωής στα κλαδιά του».
Δεν είχα να πω άλλα να γλυκάνω τη σκέψη της Στέλλας. Και τη δική μου, που ξέρει καλά πώς παραπατάει η ψυχή σαν δε βρίσκει χέρι απλωμένο από δίπλα.
Ήμασταν βουλιαγμένες μες στην άσπρη άμμο της Γαύδου, μες σε μια ρέμβη λαγαρή, που απελπισμένα ονειρευόμουνα χειμώνες και χειμώνες. Απίστευτος τόπος. Οργιαστικός. Αντάρτης μες στην άγρια ομορφάδα και την ακατέργαστη, πρωτόλεια γαλήνη. Τόσο θαλασσί να πλέει μέσα σου!
Σαν έρωτας.
Και τι τις θες τώρα τις στοχαστικές βουτιές; Μάλωσα τη ψυχή. Πιάσε έναν αυλό για να χορέψουνε οι νύμφες του θέρους, να βγούνε και οι πελαγίσιες μορφές στη στεριά να στήσουμε ξανά το σήμερα. Σωστά. Και ντρέτα.
Δε λογάριαζα πως μέρες ήμασταν στο νησί. Ούτε κι είχα σκοπό ν’ αρχίσω μέτρημα. Σιγά! Αφού, πες. Τι θέλει η ψυχή τ’ ανθρώπου. Αρμύρα σε κάθε κορμιού αρμό και πέτρα στο προσκέφαλο. Αξεδίψαστη απ’ τον πυρό της ήλιο να ΄χει νάματα να πλένεται και θυμαράκια να μεθά.
Υπάρχουν τόποι που γράφονται μέσα σου με πατημασιές βαριές, που γδέρνουν κάθε καλοστημένη γεωμετρία. Κατά-γράφονται. Και στέκονται εκεί, σαν σημεία αναφοράς πες, σαν δεύτερο άνοιγμα γενέθλιας γης. Η Γαύδος, τούτο το καλοκαίρι -περασμένο πια- σχηματοποιήθηκε εντός μου ως δεύτερη πατρίδα. Ανακάτεψα τις εικόνες της και τις φωνές των ωραίων ανθρώπων της με το κοκκινωπό το βαθύ της καρδιάς και το ανταριασμένο λευκό της σκέψης.
Και τι μπορείς τώρα να πεις, τι αντάξιο δηλαδή κείνης της άμετρης, άγριας ομορφιάς που καθόταν πάνω στην αλατισμένη σάρκα, σαν σε γνώριμο τόπο• αψιά, μεγαλόπρεπη, αρχοντικά αδιάφορη για τα δικά μας τα πολλά και σκοτεινά και μακρινά…
Να βλέπω την Κρήτη από απέναντι, ξάπλα με τις καμπυλωτά της κάλλη, τις σχισμάδες και τις κορυφογραμμές της… Τι παράξενο! Το χέρι ν΄ απλώσω, να… Και στην άκρη-άκρη του νότου, εκεί στο ακρωτήρι της Τρυπητής, να παλεύω να διακρίνω αφρικάνικα σχήματα… Να νιώθω τους ανέμους να ’ρχονται απ’ το Λυβικό, να πνέουν λεύτεροι, αφηνιασμένοι, ν’ αγρυπνούν και να μας κρατούν δέσμιους εκεί, απομονωμένους, σε μια χούφτα γη μια χαψιά άνθρωποι να μην έχουν που να πάνε και να ΄ναι ευτυχείς γι’ αυτό…
Μόνη αφή, το μίλημα τ’ ανέμου. Αλλιώτικο εκεί. Σα να σε προκαλεί να αναμετρηθείς μαζί του, να του μοιάσεις, ν’ ανοίξεις ολόκληρος στους καιρούς, στους ουρανούς, σ’ ό,τι θωρείς και σ’ ό,τι φαντάζεσαι εμπρός σου.
Η Γαύδος με τα βότανα και τ΄ αρώματα και το θαλασσί που ζαλίζει και τη γεύση της ζωής που σου αποκαλύπτεται ξεγυμνωμένη και γιομάτη στολίδια του Θεού. Η Γαύδος με τις αμμοθίνες –κείνους τους απίστευτους λοφίσκους από άμμο- και με τους αρόλιθους• σα να λέμε κοιλώματα πάνω στ’ ασβεστολιθικά βράχια του νησιού, στις πλακούρες δηλαδή. Η Γαύδος με το εκκλησάκι τ’ Αγίου Αστρόρηγα –το σωστό όνομα για άγιο- που ’χει ψιλή κουβέντα με το πέλαγο...
Πενηνταπέντε άνθρωποι οι ντόπιοι. Βάλε και καμμιά δεκαριά –ούτε πάλι: εφτά-οκτώ είναι- οι Ρώσοι που διαλέξανε τον τόπο τον μακρινό για να ριζώσουνε στην ώριμη τη νιότη τους. Οχτώ πιτσιρίκια στο σχολειό, το ένα έτοιμο για Γυμνάσιο που του τάξανε οι πολιτικάντηδες πως θα του το φέρουνε στη Γαύδο. Όμορφο, νοικοκυρεμένο το σχολείο, μαρτυρά χαρά, άρα κι ελπίδα.
Τρεις εκκλησιές ανά κάτοικο-αν έχεις το Θεό σου!
Φιγούρα λεβέντικη ο παπα-Μανώλης. Ωραίος, αρχοντικός, να ιστορεί γεγονότα, δυσκολίες, αγριεμένες στιγμές και τραχιές ώρες… Να θυμώνει μ’ όλα τα δίκια να συνηγορούν, για την Πολιτεία και τους ανθρώπους της με τα παχιά τα λόγια. Πόσα δις τάξανε το ’96 κι όταν πάτησε γαυδιώτικο χώμα ο Σημίτης πόσα είπανε και είπανε και σε πόσες κάμερες μπροστά χαμογελάσανε. Πως θορυβήθηκαν όταν ισχυρίστηκαν «τα τουρκαλάκια» πως η Γαύδος δεν ανήκει πουθενά, πως κορδώθηκαν να εγκαινιάσουν μηχανήματα για να έχει ο αγροτικός γιατρός της Γαύδου τηλεπικοινωνία με συναδέλφους του και κόψανε κορδέλες που λες, πρόεδροι και αφεντάδες και κάνανε και δηλώσεις και φεύγοντας πήρανε τα μηχανήματα μαζί και τέλεψε το πανηγύρι…
Απίστευτο; Πες ελληνικό και καθάρισες.
Στον παπα-Μανώλη –που’χει και μουσείο λαογραφικό- και στη γλυκιά παπαδιά, την κυρα-Μαρία που ψέλνει τις Κυριακάδες και φτιάχνει κείνο το απίστευτο παγωτό και το γαλακτομπούρεκο• και στον έγγονά τους που λέει πόσο αγαπά το νησί, σ’ όλους τους, τούτο το γραφτό. Βουτηγμένο στη καρδιά μου.
Στο Γιώργη, ακόμα. Τον φαροφύλακα. Που ανατράφηκε εκεί, λεύτερος στο όλον του, τραχύς σαν πέτρα ακατέργαστη κι αυθεντικός όπως το πετράδι που’χει σκαλώσει σε βυθό μαγικό. Ίδιος σαρακηνός πειρατής να κρατά το Φάρο στην άκρη του Θεού, έναν από τους μεγαλύτερους φάρους της Μεσογείου, να σε καλωσορίζει, να κερνά ρακή και το «εβίβα» του να υψώνεται ωσάν κλαγγή αγέρωχη και μόνη. Να μιλά για τον καιρό και τον άνθρωπο, για τον άλλο χρόνο του νησιού, για τον κόσμο που πέρασε, για τον Κουφοντίνα και κείνη την εποχή, για τη ζωή που ΄χει αρχετυπική όψη στις μεγάλες ομορφάδες της.
Στη Γωγώ, τη χρυσοχέρα με τις τόσες νοστιμιές μες στο τσουκάλι που ’ρθε επισκέπτρια μα αγόρασε σπίτι –το ίδιο θα κάνω, υποσχέθηκα- κι έχει ένα βλέμμα παστωμένο απ’ το πολύ μπλε, τόσο καθαρό, σαν ένυδρη αλήθεια.
Η Γαύδος, που λες. Η Ωγυγία της Ομηρικής Οδύσσειας, η Ωραιότητα, ‘πα ’να πει. Η μυρωδιά απ’ τους κέδρους, το κάψιμο στη σάρκα, η αίσθηση μιας ερημιάς που ’χει λόγο και τρόπο.
Η Γαύδος μιας νιότης μονίμως παλλόμενης και διεκδικητικής. Σαν Καλυψώ που βγάζει νύχια για τον Οδυσσέα της, σαν κορμί γυναίκας που σου χαρίζεται για να το πιεις• μια φορά, ίσον για πάντα.
Ήρθε το φθινόπωρο, ε; Στο πρώτο του το κλάμα. Ήρθε; Ήρθε δηλαδή… σίγουρα;
Τη σκέψη την έχω ξεχασμένη στη κιθάρα του Φραγκίσκου, κείνες τις νύχτες τις αξημέρωτες π’ ανάβαμε φωτιές και γυρεύαμε στ’ ασήμια τ’ ουρανού τον Σείριο και τον Ωρίωνα και μεθούσαμε τα ντέρτια μας με ρακές και θύμησες κι είχαμε και το τραγούδι να σιγοντάρει τ’ όνειρο. «Τραγουδάμε για να γυρεύουμε τις απαντήσεις», λένε οι ποιητές. «Γι’ αυτό και ονειρευόμαστε». Λες κι απαντάς ποτέ στα «γιατί» του έρωτα, παιδεμός μέγας δηλαδή, ή, στις άλλες, τις ατελέσφορες διαδρομές της ψυχής…
Είναι όμορφα να ξυπνάς χωμένος-χαμένος μπρούμυτα στην αμμουδιά, θα πω τώρα. Γι’ αλλού τα ημερολόγια, γι΄ αλλού οι σφιγμένες γραβάτες μες στα γυάλινα κτίρια και στα δείπνα για τα λεφτά.
Να νηστέψω τον πολιτισμό ζητώ. Τον τεχνητό. Αυτόν τον ασχημάντρα.
Αγιάζει η ψυχή μες στ’ όνειρο. Μόνο. Εκεί βρίσκει το ίσο της.
Να ΄χουμε καλό χειμώνα. Θα ’χουμε. Θα τον φιλεύω με χούφτες άμμο που κράτησα στη τσέπη. Θα τον φοβερίζω δηλαδή. Μέχρι να ασκητέψει κι αυτός και να μας αφήσει μόνους.
Μ’ έναν ήλιο γυμνό να σε θωρεί τι άλλο μπορεί ν’ αποζητάς.
Ένας ήλιος, ένας ουρανός κι ένα ξερονήσι. Κι ούτε αγκαλιά, σου λέω.
Ούτε αγκαλιά.
Ax Μαρία, τι μου θύμησες απ αυτό το νησί.. ετούτη την πρώτη βροχερή μερα στην αγαπημένη Αθήνα.. όμοια με τον αύγουστο του 2006 εγώ στο βροχερό λονδίνο και συ να μου στελνεις χουφτες ζεστες άμμο.. .. Έχεις να φανείς από τον απρίλιο? Εγω πριν λιγο σε επισκεφτηκα για να δωσω τη διευθυνση σου σε δυο νεους στην Κατερίνα και στον Παντελή, που ζούν στην όμορφη Θεσσαλονίκη..
νασαι καλά