Σάββατο, Απριλίου 26, 2008
Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
Περιπλανιέμαι σ’ αυτόν τον τόπο μέρες τώρα. Μήνες, ίσως και χρόνια… Από γεννησιμιού μου μάλλον. Πιάνω χρωστούμενα συρίγματα πάνω στον αγέρα, αφουγκράζομαι τα κύματα σα να ’ναι να τα καταπιώ, γδέρνω το κορμί μου στα κουφάρια των βράχων. Σέρνω τη λιγοστή μου μπόρεση στα χώματα της ενδοχώρας που τόσο αγαπώ και λέω πως στην εκπνοή των λέξεων και στη γεωμετρία των πραγμάτων, θα βρω την απαρχή μιας άλλης ζωής.

«Μακριά απ’ τους ανθρώπους πας» μου φωνάζει η Αργυρώ κι εγώ, σφαλίζω τα μάτια• καλύτερα απ’ τα χείλη.
Ασκήτεψα. Σα να ’τανε να ’χω δεμάτια στους ώμους τα κρίματα κι άλλων, πολλών. Έτσι ο τόπος κι ο τρόπος εντός μου. Αυθάδης. Αυθαίρετος. Και βαρύς.



Καλογέρεψα που λες. Κι αν είχα τη μεγαλοσύνη και τη λαμπράδα εκείνων που όντως το κάνουν, στα σοβαρά δηλαδή, θα διακονούσα τα τρία μεγάλα μυστήρια της ζωής: τη Γέννηση, τον Έρωτα και τον Θάνατο.

Ωραία νέα. Σαν τα παλιά. Γι’ αυτό ωραία. Και θεϊκά. Δηλαδή ανθρώπινα. Γιορταστικοί ενταφιασμοί, ίδιες αναστάσεις. Τι ίδιες, καλύτερες. Και πολλές. Όσες τα αχ του ανθρώπου.

Επίκληση σε Θεό, σε Μάνα, σε Φύση. Τίποτα τυχαίο. Ούτε το κόκκινο της παπαρούνας, ούτε η λιγωτική πνοή απ’ τα κρινάκια, ούτε οι ανθοβολιές στα γέλια των παιδιών. Γονιμότητα λοιπόν: Μια ιέρεια που κρατά στις χούφτες της χίλια μύρια πάθη. Του χειμώνα; Των χειμώνων. Μας.

'Σ βάθη πελάγου αρμένιζα, μα δα 'ρθα στο λιμιώνα
μπλιό δε φοβούμαι ταραχές, μάνιτες και χειμώνα

βγάζει στεναγμό δύναμης ο Ερωτόκριτος, στο τέλος του έργου.


Ξανανοίγει η ζωή. Με υπόσχεση. Με συνέπεια άνοιξης, στο παραθύρι μας. Φύσημα χαρμολύπης, καμμία αντίρρηση. Ανάκατα συναισθήματα όπως η εικονοποιεία της ανθρώπινης ψυχής. Θλίψη και γέννα έξω. Κι εντός. Κι ανταρσία μαζί.
Τόση, ώστε να μπορεί η βρεγμένη ματιά να δει πως ο κόσμος είναι ωραία μεικτός. Κορυφώσεις μιας ανάγκης που τραβάει κουρτίνες και βγαίνει στο φως κι έπειτα λουφάζει ξανά στα πεδινά, να μετρήσει αντοχές, να μυρίσει πρασινάδες, να κυλιστεί στη χαίτη της Γης, της Μάνας…

Δεν ξέρω ποιο ήταν κείνο το μοτίβο της φυγής που σκάλωσε στα σκαλούνια
του μυαλού μου και μ’ έριξε στ’ ανοιχτά, δίχως φανό θυέλλης είναι η αλήθεια… Κι έχω να κατεβάζω μάτια μπρος σε πολλούς, μα πάλι, η συγγνωστή φωνή νιώθει, δε νιώθει; Το ΄δα πως γέμισε παράπονα τούτος ο τόπος, μα αν δε μπορείς, σηκώνεις χέρια. Δεν είμαι μόνο για τα δυνατά, μα και για τ’ αδύναμα. Πιότερο γι αυτά.

Σκότος –θα μου πεις-, ναρκισσευόμενο, σε τρέφει, πίνει σάρκα κι αίμα και τρέφεται. Κι από την άλλη, η ανάταση, ανάσταση, φως πες την να σου επιδεικνύεται φιλάρεσκα. Μπα… Αεράκι. Σκέτο. Με παράθυρο το μισάνοιχτο. Να σουλατσάρουν βλεφαρίσματα. Να μπαινοβγαίνουν μικροκύτταρα αγάπης. Ούτε πολύ, ούτε τίποτα. Κι αποδοχή κι άρνηση. Ψυχή να δέχεται αλλά και να αποκλείει.


«Οι άνθρωποι»; Σ’ ακούω να ρωτάς.
Ονοματισμένοι απ’ τους καιρούς. Οι άνθρωποι, ναι. Δαιμόνοι και θεριά καλύτερα. Τρεχάλα. Φτερά στα πόδια. Ο νόστος της πατρικής γης και της παιδικής ηλικίας, κάλεσμα αέναο. Αφήγηση και χάδι και λυρικός κυματισμός. Να σε πάρει ταξιδάκι, να σε πάει στ΄ Ανθεστήρια της ζωής, ‘κεί που ανασαίνει ακόμα τ’ όνειρο• χλωρό κλωνάρι και λεμονανθός, τι ομορφιά!

Στ' αμπέλια και στους ελαιώνες να βρεθώ. Σ΄ οροσειρές, όπου ο μοναχός νογά κρυφά τον εαυτό του. Τούτο γύρεψα, τούτο έκανα.

Να κρατάς μια πέτρα, ένα στεγνό χορτάρι και να λες:
ξηρή ψυχή σοφότατη κι αρίστη
,

λέει ο Πρατικάκης.

Ζαρώσανε τα πέλματά μου. Χώμα και άσφαλτος, πέτρα κι αμμουδιά. Τσακίζει η φωνή, μα πιάνω να ρωτώ για τα μεγάλα και σπουδαία. Μωρέ αλαζονεία! Τόση προδοσία που να ’βρει φίλτρο να σταλάξει τη πικράδα, να ιαθεί.
Η προσδοκία και το όνειρο είναι της προδοσίας η πρώτη ύλη, μα… μπορείς και δίχως τους; Αντέχεις να μη πιστεύεις πως κάποτε θα σ’ ευλογήσει η ζωή κι ίσα που θ’ ακραγγίξεις τα μεγάλα και σπουδαία; Αντέχεις. Θησαυρίζεις την πραγματικότητα γύρω σου κι αντιγράφεις σε πράξεις, τη ψυχή: Τόκος εν καλώ, είμαι βέβαιη.

Σπάνια μου λείπουν οι λέξεις, αλλά καμιά φορά μου λείπουν τα νοήματα.
Τι καμιά, άστα να πάνε… Κι είναι τότε που –νηστική η ψυχή-, λαίμαργα
κυλιέται πάνω σε γραφτά σπουδαία! Χμ… Γράφει –που λες- ο Καζαντζάκης στον «Νικηφόρο Φωκά»:

Κρίμας! Τον κόσμο όλο γύρισες, μου λένε,
κι είδαν μαθές πολλά τα μάτια σου λιμάνια
κι ώριες γυναίκες κι εκκλησιές. Μα τη ψυχή,
το μέγα πέλαγο, ποτέ σου δεν εδιάβης!


Κάτσε τώρα και μίλα. Όχι, βρες ηχοτοπία –όχι να παραβγείς, βλασφημία θα ’ταν- μα, ν’ απλώσεις τη σκέψη για να ’χει αντοχή.

Ξέρεις, στην Κρήτη, βάζουμε στα χείλη λέξεις ακριβές, σα κρασί μυρωμένο από βαρέλι παλιού καιρού που ’ρθε να μεταγγιστεί στη γλώσσα, να φέρει τούμπα τον καιρό.
Θα πούμε θυγατέρα κι όχι κόρη. Θα πούμε κείτεται κι όχι κοιμάται. Όρη κι όχι βουνά. Και το θεριό το χρόνο, θα τον πούμε καιρό. Κάτσε τώρα και λογάριασε. Τη γραμματική της ψυχής, τον τρόπο που συνταιριάζει τ’ ανήμπορα. Και ξόρκι κι αντρειοσύνη παραπανίσια κι ανάγκη να μετρήσει αλλιώτικα η ζωή. Και να ζυγίσει σαν απόσταγμα από βρόχινες μέρες και λουλουδιασμένα απογεύματα• σαν νυχτιές έναστρες καλοκαιριού και σαν αχλύ φθινοπώρου…
Όχι χρόνος, καιρός. Εποχές. Γέφυρες. Ίδια όπως λέξεις.

Οι λέξεις είναι γέφυρες που λες κι όσο κι αν ξενιτεύομαι, σ’ αυτές γυρίζω. Με βήμα λιγότερο πετούμενο, έστω.
Θολό βλέμμα, σα να'ναι ξεχασμένο απ' τα χθες και μουρμουρητό στίχων του Παπαδίτσα:

Την καρδιά ν’ ακούς
Την καρδιά ν’ ακούς που γεμίζει τον κόσμο παιδιά κι άλλα
Φεγγάρια
Ν’ ακούς πάντα

Ναι, μωρέ. Ναι. Έχω εδώ, εν πλήρη σύμπνοια και ομοψυχία, συγκεντρωμένες τις ιεροτελεστίες της άνοιξης. Ο καιρός, είπα, που διατρέχει τον άνθρωπο. Τελετουργία η ζωή; Ο θάνατος να δεις…
«Σου ‘χουνε γράψει ποίημα ποτέ;» ρωτάς. Ο φίλος μου ο αδελφικός, ο Αντώνης Περαντωνάκης, ναι, το ‘γραψε για μένα, έλα κοντά να σου το πω:

Ι
Βράδυ Μαΐου καλοκαίρι ήδη
Λινό πουκάμισο
Υγρή κλωστή στο κόκαλο
Το δέρμα ανατριχιάζει
Σάρκα –

Ανασαίνει

Μείνε

Άλλο δε θέλω
Θέλω να σ’ αγγίξω –

Δεν έμαθα ποτέ μου ν’ αγαπώ!

ΙΙ
Τα μάτια σου
Αυτά προ πάντων
Όταν σε στιγμές βουβές
Μιλούν

Και με διδάσκουν
Πως η στύση μας
Είναι επιστέγασμα
Αιώνων

ΙΙΙ
Με τη σιωπή σου
με καις και με σφραγίζεις
ανεξίτηλα


Την παίρνω πίσω τη σιωπή. Θέλανε χώρο οι λέξεις να πέσουνε, να βγάλουν ήχο και χυμό. Κι οι εικόνες και τα βιώματα. Κι οι στιγμές. Χώρο ζητήσανε.
Δύσκολα, δε λέω. Βγαίνω έξω ξανά στους καιρούς να συλλαβίσω πάλι τη ζωή. Και κάθομαι βραδιά Μεγάλης Παρασκευής σε παλιό καφενέ, χωμένο στα στενοσόκακα της πόλης.

Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι
το κυβερνάν του Μαγγελάνου οι παπαγάλοι
.

Αρμύρα στις νότες και να σου να τραγουδούν Καββαδία ο Θηβαίος με τον Κούτρα. Άνθρωπος των καραβιών ο καφετζής, χρόνια στη λαμαρίνα.
«Έλα μωρέ κυρ-Βάγγο να μου πεις για το πιο δύσκολο ταξίδι σου», προκαλώ.
Σταμάτημα της στιγμής. Ούτε χαμόγελο, ούτε κόμπιασμα, ούτε κομπορρημοσύνη.
«Του ναυτικού το δυσκολότερο ταξίδι, είναι το βύθισμα σε κορμί γυναίκας».
Παύση.
«Βγάλε "του ναυτικού". Του κάθε άντρα».


Εβίβα κυρ-Βάγγο. Πέντε, δέκα, δύο, ε, όσες και να’ναι, υπάρχουν ακόμα αγαπησιάρικες ψυχές. Πάμε για την Ανάσταση. Μαζί με τη ψαλμωδία και τη γλυκάδα του φωτός κρατώ και ύμνους για κείνο το μενεξεδάκι το σκούρο, του Απρίλη. Και τον ωραίο υάκινθο των μύθων. Ευχές και μοσχομυρωδιές εαρινές, ν’ αστοχήσουνε οι ψύχρες.

Χρόνια να ’χουμε, ν’ ανθίζουν.
 
Σάλπαρε η Καπετάνισσα ώρα 22:08 | Πανάκι ξεδιπλωμένο | 63 ανάσες


Layout design by Pannasmontata


©
Creative Commons License
Page copy protected against web site content infringement by Copyscape